κλάση

κλάση
η (Α κλάσις) [κλώ]
θραύση, σπάσιμο, τσάκισμα, τεμαχισμός («πάσας δὲ κλάσεις καὶ διαφορὰς τῶν κύκλων ἐμποιεῖν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που αποτελούν μέρος ενός όλου, τάξη, ομάδα, κατηγορία
2. βιολ. μονάδα βιολογικής ταξινόμησης ανώτερη τής τάξης
3. καλή ποιότητα, μεγάλη αξία («αθλητής κλάσεως»)
4. φρ. «στρατολογική κλάση» — το σύνολο τών στρατευσίμων τού ίδιου έτους
αρχ.
1. (για τα γόνατα) λύγισμα, κάμψη
2. το μέλος, η αρμονία, το λύγισμα, το τσάκισμα τής φωνής («ἐν κλάσει και τόνοις ἐμμελοῦς φωνῆς», Φίλ.)
3. συντριβή τής καρδιάς, θλίψη, σπαραγμός
4. (για ήθη) χαλάρωση, έκλυση, ακολασία
5. ο τεμαχισμός τού άρτου
6. συνεκδ. ο άρτος που προσφερόταν στους, πιστούς κατά τη θεία λειτουργία
7. φρ. α) «ἡ κλάσις τῶν ἀμπέλων» — η κοπή τών φύλλων και τών κλάδων αμπέλου, κλάδεμα
β) «κλάσις ὄψεως» — ανάκλαση, διάθλαση μορφών
γ) «κλάσιν λαμβάνω» — εκκλίνω, παρεκκλίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλάση — η (λ. λατ.), σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων που αποτελούν μέρος ενός όλου, τάξη, κατηγορία, ομάδα: Σε ποια στρατολογική κλάση ανήκεις; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλάσῃ — κλάσηι , κλάσις breaking fem dat sg (epic) κλάω cry aor subj mid 2nd sg κλάω cry aor subj act 3rd sg κλάω cry fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικοτυλήδονα ή δικότυλα — Κλάση φυτών (ανθόφυτα ή φανερόγαμα) με ωοκύτταρα που βρίσκονται μέσα σε ωοθήκη. Αντίθετα από τα μονοκοτυλήδονα, των οποίων οι καρποί αποτελούνται από μία κοτυληδόνα, τα δ. έχουν καρπούς ή σπέρματα με δύο κοτυληδόνες. Στα δ. ανήκουν, για… …   Dictionary of Greek

  • κυκαδικά ή κυκαδόφυτα — Κλάση τροπικών ή υποτροπικών φυτών, που ανήκει στα γυμνόσπερμα. Πρόκειται για θάμνους ή δέντρα, ύψους 1 2 μ., με κοντόχοντρο, απλό κορμό, χωρίς πλάγιους κλάδους, που μοιάζει με φοίνικα. Ο βλαστός καλύπτεται από παχύ φλοιό και διατηρεί τα… …   Dictionary of Greek

  • ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • κατάταξη — η (AM κατάταξις) [κατατάσσω] 1. τοποθέτηση κάθε πράγματος στην κατάλληλη θέση, τακτοποίηση 2. η τοποθέτηση πραγμάτων κατά είδη ή ποιότητες («κατάταξη εμπορευμάτων») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) η εγγραφή προσώπου σε ορισμένη σειρά σε κάποιο κατάλογο, η …   Dictionary of Greek

  • ξανθοφύκη — Φύκη πολυκύτταρα ή μονοκύτταρα με μεμβράνη, που αποτελείται από πηκτινικές ουσίες και σπανιότερα από κυτταρίνη. Η μεμβράνη αυτή χωρίζεται σε δύο ίσα τμήματα. Κάθε κύτταρο περιέχει πολυάριθμους χλωροπλάστες, που αποτελούνται από χλωροφύλλη και από …   Dictionary of Greek

  • συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να …   Dictionary of Greek

  • τελιομύκητες — οι, Ν (μυκητ.) κλάση βασιδιομυκήτων που περιλαμβάνει τους μύκητες εκείνους στους οποίους αναπτύσσεται αντί για βασίδιο μια μάζα σπορίων από την οποία αναπτύσσονται τελευτοσπόρια που λειτουργούν ως προβασίδια, κλάση που περιλαμβάνει τις τάξεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”